- κοιτωνίτης
- ο (AM κοιτωνίτης, Μ θηλ. κοιτωνίτισσα) [κοιτών]νεοελλ.ένδυμα που φοριέται στον κοιτώνα ή, γενικά, μέσα στο σπίτιμσν.-αρχ.θαλαμηπόλος, καμαριέρης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοιτωνίτης — chamberlain masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιτωνιτῶν — κοιτωνίτης chamberlain masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιτωνίταις — κοιτωνίτης chamberlain masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιτωνίτην — κοιτωνίτης chamberlain masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιτωνίτου — κοιτωνίτης chamberlain masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιτωνίτῃ — κοιτωνίτης chamberlain masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιτωνίτας — κοιτωνίτᾱς , κοιτωνίτης chamberlain masc acc pl κοιτωνίτᾱς , κοιτωνίτης chamberlain masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρομπ ντε σάμπρ — η, Ν άκλ. γυναικείο φόρεμα σπιτιού, γνωστό και με τη λόγια ονομασία κοιτωνίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. robe de chambre «ρόμπα δωματίου»] … Dictionary of Greek